κατεπιτηδεύω

κατεπιτηδεύω
κατεπιτηδεύω (Α)
(ενεργ
και μέσ.)
1. επεξεργάζομαι, διακοσμώ με υπερβολική τέχνη, με επιμέλεια
2. πασχίζω, μοχθώ, αγωνίζομαι, κοπιάζω για κάτι. επιμελούμαι, φροντίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατεπιτηδεύειν — κατεπιτηδεύω finish too elaborately pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπιτηδεύοντας — κατεπιτηδεύω finish too elaborately pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπιτήδευμα — κατεπιτήδευμα, τὸ (Α) [κατεπιτηδευω] επιτηδευμένη έκφραση, φτιαχτό λεκτικό, εξεζητημένο ύφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”